- οἰστροδόνητος
- οἰστροδόνητοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιστροδόνητος — οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) οιστροδίνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δόνητος / δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος, πολύ δονος] … Dictionary of Greek
οἰστροδόνητον — οἰστροδόνητος masc/fem acc sg οἰστροδόνητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰστροδονήτου — οἰστροδόνητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… … Dictionary of Greek
οιστρόδονος — οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. οιστροδόνητος … Dictionary of Greek